- λύθρος
- (I)λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α)1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.)2. κηλίδα από τέτοιο αίμα3. το ακάθαρτο αίμα που βρίσκεται στη μήτρα τής γυναίκας (ἐκ μητρῴων λύθρων ἐξέθορε τοιοῡτος», Ιπποκρ.)4. (γενικά) το αίμα5. μτγν. ο ιός, το δηλητήριο τής ύδρας6. μτγν. ο χυμός τής πορφύρας*.[ΕΤΥΜΟΛ. λύθρος λύθρον < θ. λυ-(πρβλ. λῦμα, λύμη) + επίθημα -θρος (πρβλ. ὄλε-θρος) ή -θρον (πρβλ. βέρε-θρον, μέλπη-θρον), αντιστοίχως. Ανάμεσα στο ζευγάρι λύθρος και λύθρον είναι δύσκολο να εντοπιστεί ποιος από τους δύο τύπους προηγείται χρονικά. Είναι πιθανό πάντως να είναι προγενέστερος ο τ. λύθρον, ενώ ο τ. λύθρος να σχηματίστηκε αργότερα, με το εκφραστικό επίθημα -θρος, κατά τα βρότος και ὄλεθρος. Το επίθημα τού λύθρον εμφανίζεται στο ιλλυρικό τοπωνύμιο Ludrum (όπου το -d- τού τ. αποδίδει τον δασύ ινδοευρωπαϊκό φθόγγο dh)].————————(II)οβοτ. το τυπικό είδος τής οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λυθρίδες.
Dictionary of Greek. 2013.